οικειοπαθώ

οικειοπαθώ
οἰκειοπαθῶ, -έω (Μ)
πάσχω εξαιτίας τών οικείων, τών συγγενών μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + -παθῶ (< -παθής < πάσχω), πρβλ. δεινο-παθώ, κακοπαθώ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”